- μαλλός
- μαλλός, ὁ (ΑM)τρίχωμα προβάτου, έριο, μαλλί («εἰροπόκοι δ' ὄιες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.)μσν.μτφ. βρύααρχ.1. βόστρυχος, πλόκαμος («στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῑς», Ευρ.)2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μαλλοίλαός τής Ινδίας ο οποίος κατοικούσε στις όχθες τού Υδραώτη και τον οποίο νίκησε ο Μέγας Αλέξανδρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *m|-no-, εμφανίζει δηλ. τη συνεσταλμένη βαθμίδα *m|- τής IE ρίζας *mel- «μαλλί, μάλλινο ύφασμα» και συνδέεται πιθ. με λιθουαν. milas «μάλλινο ύφασμα, τσόχα»].
Dictionary of Greek. 2013.